- κώληξ
- κώληξ, ηκος, ὁ, = sq., Sch.Ar.Pl.1129.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κώληξ — κώληξ, ηκος, ὁ (Α) κώληψ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῶλον + επίθημα ηξ, ηκος με επίδραση τού κώληψ* (πρβλ. μύρμ ηξ, σκώλ ηξ)] … Dictionary of Greek
κώλο(ν) — το (AM κώλον) 1. μέλος σώματος ανθρώπου ή ζώου και ειδικά τα άκρα τους (α. «άνω κώλα» χέρια β. «πρὸς κέντρα κῶλον ἐκτενεῑς», Αισχύλ. γ. «τά τ ἐμπρόσθια κῶλα καὶ τὰς κεφαλὰς εἰς γῆν ἑλκόμενα», Πλάτ.) 2. γραμμ. το τμήμα τής περιόδου που βρίσκεται… … Dictionary of Greek